- κτιλεύω
- κτιλεύω pass.,1 be domesticated ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κτιλεύω — (Α) [κτίλος] ημερώνω, δαμάζω («ποῑμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
κτιλεύεσθαι — κτῑλεύεσθαι , κτιλεύω make tame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύονται — κτῑλεύονται , κτιλεύω make tame pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύσασθαι — κτῑλεύσασθαι , κτιλεύω make tame aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)